Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

ΟΙ ΒΡΥΣΕΣ ΤΗΣ ΒΟΝΙΤΣΑΣ ..Από τις παιδικές αναμνήσεις..


Η βρύση στους Αιγιαποστόλους, ήταν 25 μέτρα απ το ιερό και δίπλα της, ήταν μια τεράστια καρυδιά. Πέντε άντρες για να την αγκαλιάσουν.
Την κόψανε οι Ιταλοί, για να φτιάξουνε καταφύγια και τη βρύση, τη πήγαν εκεί που είναι σήμερα το καφενείο του Κούτσικου, γιατί την πάτησε ένα άρμα μάχης.
Πολύ αργότερα, τη βάλανε στη θέση που είναι σήμερα.
Νομίζω, όταν χτίστηκε το νοσοκομείο.
Καταμεσήμερο μας έστειλε εκείνη τη μέρα με το μπότι, η μάνα του Αλέξη του Μάρη, να της πάρουμε κρύο νεράκι να δροσιστεί, όταν ακούστηκε από μακρυά ο βόμβος ενός Εγγλέζικου αεροπλάνου και το κροτάλισμα των πολυβόλων του.
Πέρασε χαμηλά πάνω απ' τα κλωνάρια της καρυδιάς κι έφυγε προς την Πάλαιρο, όπου και έπεσε, χτυπημένο απ τα αντιεροπορικά της Πρέβεζας. Το μπότι, γύρισε στην κυρά του μισογεμάτο, απ την τρομάρα που πήραμε.
Δίπλα στο σπίτι του Αλέξη, ήταν και το χαμόσπιτο του μπάρμπα - Γιώργου του Καραμπίνη, αποτελούμενο όπως και όλα τα άλλα, από ένα και μόνο δωμάτιο... Εκεί μπήκαμε...
Έστρωσε η κυρά Γιαννούλα το στρωσίδι καταής, έβαλε και την καρδάρα με το ξινόγαλο, -που έφερε ο Πάνος απ τα γελάδια που φύλαγε στις Μαγούλες στη μέση -με μπόλικη μπομπότα- και όλοι μαζί καθισμένοι ολόγυρα σταυροπόδι, προσπαθούσαμε να μπαλώσουμε την πείνα μας, με ένα ξύλινο κουτάλι, που έφερνε βόλτα, από στόμα σε στόμα.
Το κουτάλι όμως, ήταν πολύ μεγάλο για μας τα μικρά,,, και πιο πολύ τρώγαμε και τσιτώναμε με τον αέρα, παρά με το ξινόγαλο.
Βρύσες στη Βόνιτσα, που τρέχαν τα νερά τους μέρα και νύχτα, ήταν πολλές...
Στου Χελά ήταν μια, κάτω από μια πελώρια λεύκα...
Εκεί μας μάζευε η γιαγιά του Γιάννη του Χελά, η γιαγιά Σταμούλα και μας μάθαινε τα πρώτα προσχολικά τραγουδάκια.
-Ελάτε παιδάκια, όλα μαζί.... και μεις καμιά δεκαριά μικρά ολόγυρά της, τραγουδούσαμε με όλη τη δύναμή μας.
Μία παπαδιά κοσκίναγε, πλάτσα - πλούτσα ο κώλος της,
ζητά να βρει το ταίρι της,,, και άλλα που δε λέγονται..
Ανώτερη μόρφωση σας λέω, πριν καλά καλά, πάμε στο σχολείο.
Στην παραλία, ήταν άλλη μια βρύση εκεί στο φανάρι, που πλενόταν κάθε πρωί η κυρά Βούλα η Κουκούλενα.
Άλλη μεγάλη ιστορία κ' αυτή....
Μία άλλη βρύση, ήταν στη γωνία, έξω απ το σπίτι του Μπαρμπάτση.
Στην πλατεία, ήταν διπλή, με δύο μαρμάρινες γούρνες καταής...
Στον Αι-Νικόλα, ήταν μια κολλητά στη πέτρινη μάντρα του καμπαναριού του.
Ήταν και άλλες πολλές,,, που κάποτε θα σας τις ιστορήσω, μιά-μιά ξεχωριστά,,, μιας και ολόγυρά τους, κυλούσαν τα παιδικά μας χρόνια και σβήνανε την άψα του παιχνιδιού, με τα κρυστάλλινα νερά της Κορπής...
Μια ωραία χτιστή βρύση, ήταν εκεί που είναι σήμερα το Δημαρχείο. Μπροσώρα τη λέγανε και είχε και αρχαία σκαλιστή γούρνα καταής, για να πίνουνε νερό και τ άλογα...
Σ αυτή ξημεροβράδιαζα, να σβήσω τον ερωτά μου, για τη γυναίκα μου την Κλειώ...
Μπακάνιασα να πίνω το νερό της ,,, και να κοιτάω τα παραθύρια της ...
Η μάνα της, με αγριοκοίταζε και με αποκαλούσε σκατόπαιδο, που της ξελόγιασα την κόρη...
Ευτυχώς που όλη τη μέρα, ήταν απασχολημένη στην οικογενειακή ποτοποιία που είχε στίσει στο ημιυπόγειο του Παπαγαλάνη...
Ξέρετε, εκεί στην πλατεία,,, τη γνωστή σε όλους μας,,, με την επωνυμία, <Λόμπα>.
Ανακάτευε το νερό σε αναλογία με το οινόπνευμα, έριχνε και μια μικρή ποσότητα ανετόλ για να μοσκοβολήσει,,, και με τη βοήθεια του κλάμπανου, ετοίμαζε το μυρωδάτο ούζο της, που πίνανε ολημερίς με κατάνυξη, οι ψαράδες της Βόνιτσας.
Εκεί έβρισκες όλη την αφρόκρεμα αυτών, που προτιμούσαν το ούζο της κυρά-Θανασίας... Εκεί έβρισκες το Μπράη,, το Χασούρια,, τον Τάσσο της Φίλιας,, το μπαρπα-Θεμιστοκλή,,, το Νικολάκη τον χαμάλη,,, τον Κανέλος τον τρατολόγο,,, κι άλλους, που πίνανε και σιγανό- μουρμούριζανε συνωμοτικά τα νέα της Βόνιτσας, σφουγγίζοντας τα μουστάκια τους, για να ν αναπνέψουνε τη μυρωδιά του ούζου
Καμιά φορά, ρίχνανε και κάνα χορό, έξω απ τη <Λόμπα>
Τότε οι βρύσες τρέχανε αδιάκοπα μέρα και νύχτα και η κάθε μια της, είχε και το δικό της σκοπό... Άκουγες μέσα στη σιγαλιά της νύχτα τις βρύσες να σιγώ-μουρμουρίζουνε,,,, και τα βατραχάκια να κοάζουν από μακριά,,, και απολάμβανες, μια φανταστική συμφωνία.






www.giorgosbelesiotis.blogspot.gr

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΣΤΗ ΒΟΝΙΤΣΑ






Μείναμε καιρό με τους Ιταλούς στη Βόνιτσα, πριν κάνουν την εμφάνιση τους και οι Γερμανοί.
Σ όλο αυτό το διάστημα, η ζωή μας κυλούσε όπως και πριν, χωρίς περιπέτειες. Ήμουνα τότε επτά χρονών παιδί και θυμάμαι καλά, τα όσα συμβαίνανε γύρω μου.
Ένα δικό μας, παιδικό πρωινό,,, θα ήτανε δέκα με έντεκα το πρωί, κάνανε την εμφάνισή τους και οι πρώτοι Γερμανοί στη Βόνιτσα.
Ήρθανε πέρα απ το Ριζό, τυλιγμένοι μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης.
Ήτανε πέντ-έξη τρίκυκλες μοτοσικλέτες,,, απ αυτές με το καλαθάκι στο πλάι,,, με δυό Γερμανούς καθισμένους στον κορμό της κάθε μοτοσυκλέτας κι ένας τρίτος στο καλάθι της, με ένα πολυβόλο μπροστά του.
Σταμάτησαν στους Αγιαποστόλους.
Ήταν κάτασπροι απ τη σκόνη κι όταν βγάλανε τα κράνη και τα γυαλιά τους, κατάξανθοι και ξασπρουλιάρηδες καθώς ήτανε, μοιάζανε σε μας, σαν νάτανε εξωγήινοι.
Αράξανε κάτω απ τα πλατάνια μπροστά στην εκκλησία, που όλος αυτός ο χώρος ήταν τότε ένα πανέμορφο τοπίο,,, κι αρχίσαμε και μεις τα μικρά να μαζευόσαστε τριγύρω τους.
Κατά μήκος της εκκλησιάς και πέντε-έξη μέτρα απ αυτήν, ήτανε τρία αιωνόβια πλατάνια. Μετά, άφηναν ένα καινό χώρο για το δρόμος που πήγαινε στα Βέτκα,,, και μετά, άλλα δύό πλατάνια.
'Ήτανε και τα πέντε πλατάνια σε μιά ευθεία σειρά κι έφταναν μέχρι εκεί που είναι σήμερα η βρύση.
Πίσω απ τα δυό τελευταία πλατάνια ήταν και ένα πελώριο πεύκο.
Την μεγάλη αυτή ισκιάδα,,, την συμπλήρωνε από μπροστά και μια τεράστια καρυδιά που θάταν είκοσι μέτρα από το ιερό και ακριβώς ευθεία στο κέντρο του,,, και δίπλα της ακριβώς, ήταν η βρύση της Μπούχαλης, με τα κρυσταλλένια νερά της Κορπής.
Όλος αυτός ο χώρος, ήτανε μια φανταστική όαση σκιάς.
Παραπέρα, ήτανε όλα μια λάκα και η λάκα αυτή έφτανε μέχρι πέρα- περα στις μυγδαλιές του Παπαγαλάνη.
Εκεί λοιπόν στους Αγιαποστόλους σταμάτησαν να πάρουν μια ανάσα στην ισκιάδα των δέντρων οι Γερμανοί και εμείς τα μικρά, μαζεμένα γύρα τους και τους χαζεύαμε.
Ένας Γερμανός, έβγαλε από κάπου ένα αβγό,,, κι άρχισε να μας κάνει κόλπα και πειράματα
Πέταγε το αβγό από δω,, τόπιανε από κει,,, το εξαφάνιζε,,, το ματάπιανε στον αέρα,,, το χτύπαγε στη γροθιά κι από κει στο μπράτσο και πάλι στη γροθιά,,, και ενώ όλοι μας περιμέναμε να μας βγάλει κάνα παπαγλάκι μεσ΄ απ τ αβγό,,, τούπεσε καταής,,,κι έσπασε.
Του βάλαμε καζούρα κι όλα μαζί τα μικρά, φύγαμε για τη θάλασσα που μας περίμενε, αφήνοντάς τους εκεί.
Τούτη τη μέρα, ο Νάσος ήταν κακόκεφος και κοντοστάθηκε εκεί μπροστά,,, στην παρακάτω λάκα, που είναι τώρα το καφενείο του Κούτσικου.
Ήταν και δω αλάνα, με ένα μεγάλο σωρό από άμμο στη μέση της και κοντοστάθηκα και γω μαζί του.
Το οικόπεδο αυτό έφτανε μέχρι στο περιβόλι του καλίβα και στα μισά του, ήταν το πέτρινο ισόγειο σπίτι του Νάσου.
Απ το σπίτι και κάτω ήταν το περιβόλι μας,,, με τη κουρουμπλιά και τη φραντζάτα μας.
Μπήκε στο σπίτι ο Νάσος και γω πίσω του.
Τράβηξε το συρτάρι ενός τετράγωνου τραπεζιού που ήταν στη μέση, πήρε ένα κομμάτι ωμό ξύγκι και μασουλώντας το, κάθισε στα εξώσκαλα,,, και γω δίπλα του.
Ήταν πάντα λιγομίλητος ο Νάσος και τις λέξεις του, του τις τράβαγα με το τσιγκέλι.
-Εμένα η γάτα μ,,, είναι κυνηγιάρα,,, είπε πιάν και σπιτζούργια,.
Τούτη ακριβός την ώρα, έκανε την εμφάνισή του και ο μπάρμπα-Μήτσος ό Μηλάκας ο παέρας του Νάσου, ο επονομαζόμενος, σουρουκλάκιας...
Βλαστήμησε ως συνήθως τον Αι-Λευτέρη και δακρυσμένος, μας είπε πως σκότωσε το σκυλί.
Ήταν καλός κυνηγός ο μπάρμπα-Μήτσος και κυνηγούσε σε όλη την διάρκεια της κατοχής. Το όπλο, το είχε κριμένο σε μια τρύπα στις Μαγούλες και τα φυσεκλίκια του, τα έφτιαχνε μόνος του, με δικά του εργαλεία.
Πήγε κείνη τη μέρα και πήρε το όπλο απ την κρυψώνα του,,, και το κανελί σκυλί μας που είχε μαζί του, κυνηγάρικο καθώς ήταν,,, ξετρύπωσε μια αλπού.
Χώθηκε αυτή σε μια τρύπα και βγαίνοντας απ την άλλη ,,, της την μπουμπούνισε ο μπάρμπα-Μήτσος.
Έλα όμως που δεν ήτανε η αλπού.
Πήραμε το σκαλιστήρι με το Νάσο,,, και διαβήκαμε στη Μαγούλα να θάψουμε με κλάματα το κανελί κυνηγιάρικο σκυλί μας.
Στολίσαμε τον τάφο του με ωραίες στρογγυλές πέτρες , -που μαζέψαμε απ την διπλανή ποταμιά-,,, του βάλαμε κι ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό για να τον φυλάει απ τα κακά,,, και πήραμε το δρόμο της επιστροφής, χωρίς να βγάλουμε μηλιά.
Ήταν τη μέρα που πρώτο-μπήκαν οι Γερμανού στη Βόνιτσα.


ΠΗΓΗ : http://www.giorgosbelesiotis.blogspot.gr/